- Πρασιῶν
- Πρασιαίfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρασιῶν — πρασίζω to be greenish fut part act masc nom sg (attic epic doric) πρασιά bed in a garden fem gen pl πρασιάζω divide into beds fut part act masc voc sg πρασιάζω divide into beds fut part act neut nom/voc/acc sg πρασιάζω divide into beds fut part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίων — πρᾱσίων , πιπράσκω export for sale fut part act masc nom sg (epic doric aeolic) πράσιον horehound neut gen pl πράσιος vomitus fem gen pl πράσιος vomitus masc/neut gen pl πρᾱσίων , πρᾶσις sale fem gen pl (epic doric ionic aeolic) πρασιόω imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek